voyeur$90876$ - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

voyeur$90876$ - translation to Αγγλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Voyeur (song); The Voyeur; Voyeur (album); The Voyeur (film)

voyeur      
n. (Psic) voyeur

Ορισμός

voyeur
[vw?'j?:, v??-]
¦ noun
1. a person who gains sexual pleasure from watching others when they are naked or engaged in sexual activity.
2. a person who enjoys seeing the pain or distress of others.
Derivatives
voyeurism noun
voyeuristic adjective
voyeuristically adverb
Origin
early 20th cent.: from Fr., from voir 'see'.

Βικιπαίδεια

Voyeur (disambiguation)

A voyeur is someone who watches other people engaged in intimate behaviors.

Voyeur or Voyeurs may also refer to: